γελάδι — το 1. μικρή αγελάδα, μοσχάρι 2. αγελάδα, βόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αγελάδι] … Dictionary of Greek
αγελάδι — και γελάδι, το (Μ ἀγελάδιν) 1. αγελάδα 2. στον πληθ. τα αγελάδια ή γελάδια βόδια αδιακρίτως γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀγελάδιν < ἀγελάς] … Dictionary of Greek